ζωή

ζωή
η в разн. знач жизнь;

η επαναφορά στη ζωή — возвращение к жизни;

βρίσκομαι εν τη ζωή — быть в живых, жить;

είμαι όλο ζωή — или έχω πολλή ζωή μέσα μου — быть полным жизни, быть жизнерадостным;

δίνω ζωή — оживлять, вносить оживление;

ξέρω τη ζωή — знать жизнь;

κερδίζω τη ζωή μου — зарабатывать на жизнь;

αλλάζω τη ζωή μου — менять образ жизни;

η ζωή στην 'Αθήνα είναι ακριβή — стоимость жизни в Афинах очень высока;

πολύ ακρίβηνε η ζωή — жизнь очень вздорожала;

§ σκυλίστα ζωή — собачья жизнь;

ζωή στα μουλάρια ( — или κατσικομούλαρά) σου — полный провал, дело провалилось;

η ζωή αυτής της κυβερνήσεως θα είναι σύντομη — дни этого правительства сочтены;

περνώ ζωή και κόττα — или περνώ ζωή χαρισάμενη — жить в своё удовольствие, жить припеваючи;

(βρίσκομαι) μεταξύ ζωής και θανάτου (находиться) между жизнью и смертью;

η ζωή κρέμεται από μιά τρίχα — быть на волосок от смерти;

δεν έχει ζωή — или δεν είναι γιά ζωή — он не жилец на этом свете;

εφ' όρου ζωής всю жизнь, до сомой смерти;

ουδέποτε στη ζωή μου! — никогда в жизни!;

στη ζωή μου! — клянусь жизнью!;

στη ζωή σου; — в самом деле?; — это возможно?;

ζωή σε λόγου σας — вам нужно жить, теперь уж берегите себя (выражение соболезнования семье покойного);

ζω να χετε — и вам долгих лет жизни! (ответ на соболезнование)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "ζωή" в других словарях:

  • Ζωῇ — Ζωή living fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωῇ — ζωή living fem dat sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῴη — ζωή living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώῃ — ζώω gu̲ie pres subj mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres ind mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»